Διοβλής

Διοβλής
Διο-βλής, ῆτος, , ,
A hurled by Zeus, Sch.Pi.P.8.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • διόβλητος — διόβλητος, ον και διοβλής, ( ῆτος), ο, η (AM) ο χτυπημένος από τον Δία, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βλητος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”